Περπατήσαμε λίγο, σπάνια ησυχία και πεθυμιά για ξεκούραση. Γύρισα, η πόρτα του Δημοτικού σχολείου ανοικτή, παιδιά δεν άκουγες μπλιό, μονάχα τα βήματα μας. Ένα μπεντένι φιλόξενο και αέρας άγριος, περιπαιχτικός. Άνοιξα τον υπνόσακο, χώθηκε κι η Ινδιάνα μέσα, σμίξαμε, τα μάτια σφάλισαν…
Μια αυγουστιάτικη Κυριακή…
Ξημέρωνε, όταν βγήκα στο μπαλκόνι του ενοικιαζόμενου δωματίου στο επίνειο του μινωικού χωριού της Βασιλικής, στη στενότερη λωρίδα, «στη διώρυγα» που ενώνει τον Πάνω με τον Κάτω κόσμο της Κρήτης.
Η Παχειά Άμμος, ένα γραφικό ψαροχώρι, μας φιλοξένησε για λίγες μέρες. Απέναντι, μεταξύ της νήσου Κόνιδας και του απόγκρεμου βράχου της Ψείρας, ο ίδιος ιωνικός ήλιος, αυτός που προβάλει πίσω από τα βουνά της μακρινής Ομηρικής Ανεμόεσσας -της σημερινής Καρπάθου- με τη γνώριμη εικόνα του, περήφανος -στιγμή που δεν αποχόρταινα.
Ως τώρα, νόμιζα πως το ανώτατο φως που είχα δει ήταν αυτό του Μυλοπότα της Ίου. Μπαρμπάρικος και αυτός μαθές. Μα πόσο πιο άγριος, επιβλητικός κι ολομόναχος είναι ετούτος της Άπω Ανατολής της Κρήτης…
Μου φάνηκε σα φοβερό θεριό που ενεδρεύει, που περιμένει έναν άλλο Λόρενς να τον διψάσει, να τον πεισμώσει, να του δείξει τον δρόμο για την Άκαμπα και τη Δαμασκό ξανά.
Το κρητικό αμόνι άλλωστε, η Ζάκρος, λίγο μακρύτερα είναι για όσους τολμούν…
Ντυθήκαμε γρήγορα, η Ινδιάνα σε πρωτόγνωρα μέρη για αυτήν, γλυκιά κι υπομονετική, έδειχνε ευτυχισμένη.
Στο τέλεμα της ευθείας της Ιεράπετρας, πορεία δεξιά και κατεύθυνση στο πολύ ορεινό χωριό Χριστός, στην Αγία Παρασκευή, όπου και ο ομώνυμος ναός, σκαλιστός μέσα σε βράχο από χέρι Θεού κι Ανθρώπου.
Πιο πριν άλλα χωριά ορεινά, με τις Μάλλες να δεσπόζουν λόγω του μεγέθους τους. Εδώ λοιπόν, σ’ αυτό το ηλιοκαμμένο μαυροβούνι, οι άνθρωποι που κατοικούσαν στάθηκαν πάντα περήφανοι. Ο αέρας, η μοναξιά, η φτώχεια, σφυροκοπούσαν μέρα-νύχτα την ψυχή τους.
Τους θρέφει το ζώο, δεν έχουν πολλά περβόλια να σεριανούν και να λένε «γλυκιά είναι η ζωή, ας κρυφτούμε εδώ μέσα. Δεν είχαν γη να την καλλιεργούν, να την αγαπήσουν και να λένε καρπερή είναι τούτη η γης, ας σκύψουμε, ας τα βολέψουμε με τους τυράννους, να μην τη χάσουμε. Τίποτα δεν είχαν, θαρρώ. Μονάχα την υπομονή, την ανελέητη αυτή φιλενάδα…
Εκεί λοιπόν φτάνοντας, ένας σαραντάρης, γοργοπόδαρος, γοητευτικός, αληθινός κρητικός, ο Γιάννης, απάντησε φιλόξενα στην ερώτηση μου:
– Είσαστε ανοικτά;
– Πάντα! Και μου έδειξε τα σκαλιά για τον δικό του κόπο.
Ανεβαίνοντας, ένας ανεπιτήδευτος χώρος σ´ένα πάρτι πουλιών, ευλογημένων νερών και παρουσία Θεού, σου έδειχναν το μηδαμινό σου ίχνος μπροστά τους.
Εκεί, λοιπόν, στο ταβερνάκι της Αγίας Παρασκευής, σιωπηλά και χωρίς σχεδόν καθόλου ηλεκτρικό, ο Γιάννης μαγειρεύει με πρώτες ύλες που δεν συναντάς πλέον, σε φωθιές που κούτσουρα τις κρατούνε μερόνυχτα ξύπνιες, και με «ψυγείο» τον βράχο, που βαθιά και σκοτεινά συντηρεί σαν καλό ηλεκτρικό ψυγείο τα ελάχιστα απαραίτητα.
Τα φαγάκια λίγα μα αυθεντικά, με άλλον αέρα, με τη μυρωδιά και τη γεύση του ξύλου και του βουνού. Σαλάτα απ’ το μποστάνι του και φουρνιστή αίγα με πατάτες, που λιώναν όλο γλύκα.
Προς το τέλος, το φίλεμα του Γιάννη, ένα μεγάλο βάζο από το μέλι του, θαρρώ ότι κόστιζε πιότερο από όλο το τραπέζι μας -και η ευκή για γρήγορη αντάμωση.
Τούτη είναι η Κρήτη. Τούτη.
Αριστερά, γιάγυρε ο ήλιος στην άλλη μπάντα, σε ενετικά μονοπάτια, φώτισε πορτοκαλής πλέον το νησί της Ωγυγίας, βαθιά στο Λυβικό.
Βασίλεψε, γλύκαναν τα βλέφαρα του, γλύκαναν και τα δικά μας μαζί του.
Ήθελα μια στάση, και το επόμενο χωριό, το παντελώς έρημο Μεταξοχώρι μας περίμενε ως σαν από καιρό. Άνθρωπο δεν έβλεπες. Ερειπωμένο, με όρθια σπίτια όμως, σαν πολέμου αποτέλεσμα.
Περπατήσαμε λίγο, σπάνια ησυχία και πεθυμιά για ξεκούραση. Γύρισα, η πόρτα του Δημοτικού σχολείου ανοικτή, παιδιά δεν άκουγες μπλιό, μονάχα τα βήματα μας. Ένα μπεντένι φιλόξενο και αέρας άγριος, περιπαιχτικός. Άνοιξα τον υπνόσακο, χώθηκε κι η Ινδιάνα μέσα, σμίξαμε, τα μάτια σφάλισαν…
Ώρες αργότερα, κουδούνια από πρόβατα που μπεμπέριζαν αμέριμνα στην απέναντι πλαγιά μας ξύπνησαν. Κόντευε να βραδιάσει, ν’ απλώσει η νύχτα το σεντόνι της, να φέξουν τ´άστρη, να πορίσει ο βασιλιάς Ήλιος σε άλλες πολιτείες, μακρινές.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο, κύλισε στην κατηφόρα πιο ήσυχα από κάθε άλλη φορά τον κάτω δρόμο, λες και ξεκουράστηκε κι αυτό, γαλήνεψε, ταξίδευε μαζί μας. Σ’ αυτό τον τόπο, που χάρτης δεν τον έχει.
Τούτη είναι η Κρήτη -της είπα ξανά…
Κείμενο Φωτογραφίες Παναγιώτης Μουτσάκης