Χαρούμενη, ανοιχτόκαρδη όαση απάνω στο τραχύ έρημο οροπέδιο.
Ο ψηλότερος σιτοβολώνας της Καρπάθου, ή αλλιώς ο πιο κοντινός στον ουρανό. Καταμεσής στην απάνθρωπη ξεραΐλα των ψηλών βουνών, η βασιλικιά πεισματάρα θέληση άπλωσε το βουερό πολύχρωμο φόρεμα της Ολυμπίτισσας, αληθινό θαύμα της ερήμου.
Πρέπει πεζός να περάσεις τη διαδρομή από την Έλυμπο για Αυλώνα κι από εκεί για το εκκλησάκι του Άϊ Γιάννη για να χαρείς το θαύμα τούτο.
Ξαφνιάζεσαι αντικρίζοντας αυτό το εξαίσιο περιβόλι.
Συκιές αμπέλια, παλαιά μετόχια. Θαρρείς κι είναι αντικαθρεφτισμός.
Κι αλήθεια, τι άλλο είναι η θέληση του ανθρώπου, απάνω στην απέραντη φρίκη, εγώ θα έλεγα της ζωής, παρά ένας αντικαθρεφτισμός που κρατάει μια στιγμή – λίγους αιώνες- και πάλι ξανανάβει ωσότου ξαναχυθεί μέσα στις φλόγες της γης;
Έτσι ξαφνικά μέσα στο σκληρό τούτο τοπίο με τα κίτρινα χώματα, με τις σταχτοπράσινες πέτρες η χαρά που βρίσκεσαι σε αυτό το περιβόλι πληθαίνει.
Γιατί μαζί με τη χαρά νιώθεις και τη υπερηφάνεια για τη θέληση και το πείσμα του ανθρώπου, και ειδικά εδώ στη Κάρπαθο το πείσμα της γυναίκας.
Διοικητικά ανήκει στην τοπική κοινότητα Ολύμπου του Δήμου Καρπάθου και ο πληθυσμός της σύμφωνα με την απογραφή του 2011 ήταν οκτώ κάτοικοι.
Ναι οκτώ πεισματάρηδες, μόνιμοι κάτοικοι και το καλοκαίρι περισσότεροι. Ο οικισμός είναι χτισμένος στην ανατολική ανωφέρεια της ομώνυμης μεγάλης και εύφορης κοιλάδας. Η Αυλώνα αποτελούσε το κέντρο της γεωργικής ζωής της περιοχής. Υπάρχουν εκεί περί τους 300 “στάβλοι” όπως λέγονται οι χαρακτηριστικές αγροικίες της Αυλώνας, που κάθε μια έχει δίπλα το αλώνι της και τον τόπο που τοποθετούνται τα στάχυα κατά τον θερισμό των χωραφιών από τις γύρω περιοχές (ασταχότοπος).
Ο “στάβλος” της Αυλώνας ήταν ένα κτιριακό σύνολο που εξυπηρετούσε τις ανάγκες της γεωργικής παραγωγής, από τη διαμονή της οικογένειας, την εξυπηρέτηση των γεωργικών εργασιών (αλώνισμα, ξαχέρισμα, αποθήκευση του καρπού, του σπόρου και του αχύρου κλπ.) μέχρι τη διαμονή των γεωργικών ζώων.
Στα παλαιότερα χρόνια που η γεωργική και ποιμενική ζωή της Ολύμπου άκμαζε, στην Αυλώνα μετοικούσε κατά τους θερινούς μήνες το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού της Ολύμπου και του Διαφανίου και η Αυλώνα έσφυζε από ζωή και κίνηση.

Η Όλυμπος, η Αυλώνα, ήταν αλλά και είναι ένας ηθικός θρίαμβος των γυναικών και της αρετής.
Και όταν λέω αρετής εννοώ το πείσμα και τη δύναμη.
Γι αυτό αρχής εξ αρχής η Αυλώνα σου γίνεται συμπαθητική σαν ορόσημο ανθρώπινης νίκης.
Στάθηκα μια στιγμή σε ένα ύψωμα και τη καμάρωσα. Άκουσα καμπάνες, ανθρώπους, σφυρίγματα, παράπονα για τη ξενιτιά των ανδρών, αξεδιάλυτες γυναικείες φωνές.
Πουθενά δε συναντάς γυναίκες με τόσο πάθος στην έκφραση, με τόσο «σατανικό» κυματισμό στα λαγόνια του νου, ταχύτητα στη σκέψη, αγνή και συνάμα ζωώδικη θηλύτητα.
Νομίζεις ότι όλα αυτά τα σώματα είναι έτοιμα να καούν – με μάτια κλειστά κι ευτυχισμένα – για ένα σκοπό. Για το καθήκον, για τη κοινότητα, για τη ράτσα.
Κελί, παλάτι και τάφος συνάμα τούτη η σταγόνα γης, σήμερα με τους οκτώ μόνιμους κατοίκους της, μου έδωσε μυστήριο και ψωμί, λειτουργά σαν σχολείο θα έλεγα, υπάρχει ακόμη.
Στο τέλος του οικισμού, ένα σπίτι που λειτουργεί και σαν καφενείο.
Η ταβέρνα του χωριού, Ταβέρνα η Αυλώνα, για να ξαποστάσει ο περαστικός και να πάρει δύναμη για το υπόλοιπο μακρυνό του ταξίδι στα μονοπάτια του νησιού.
Με δύο φαγητά που έχουν για να φάνε το μεσημέρι αλλά να κεράσουν και κανά περαστικό.
Μου πρόσφεραν να δοκιμάσω τις δικές τους χειροποίητες μακαρούνες, απλές με τρία υλικά, βούτυρο, κρεμμύδι τσικνομένο και κατσικίσια ξερή μυτζήθρα.
Χρήματα δεν ήθελαν, τους άφησα με το ζόρι ότι νόμιζα…Η κυρία Άννα και ο σύζυγος της Μιχάλης, μια πηχτή σταλιά μέλι,
χαμόγελα στο προσκέφαλο ενός άλλου ουρανού…
Κείμενα φωτογραφίες: Παναγιώτης Μουτσάκης