Ασκηταριό, το “Άγιον Όρος ” της Αττικής, μια ξεχασμένη πολιτεία…στη Ραφήνα είναι ένας άγνωστος σε πολλούς, προϊστορικός οικισμός και βρίσκεται στο ύψωμα δίπλα από την παραλία “Μαρίκες” όνομα που προήρθε από την κατοίκηση δυο αδερφάδων, πρόσφυγες από την Τριγλία της Μ. Ασίας, σε ένα παλιό σπίτι με χαρακτηριστικά μπλε παράθυρα που στέκει έως τις μέρες μας.
Ο Καζαντζάκης, ο πιο πολυδιαβασμένος Έλληνας συγγραφέας, έλεγε “η ευτυχία είναι ένα πράγμα απλό και λιτοδίαιτο”.
Ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, ένα φτωχικό μαγκάλι, η βουή της θάλασσας, τίποτ’ άλλο..
Η βουή της θάλασσας.
Πόσες και πόσες φορές δεν με ξύπνησε, δεν με ταξίδεψε, δεν με “ξελάσπωσε”.
Έχω την ευτυχία να ζω δίπλα της όλο τον χρόνο.

Και επειδή πολλοί από εμάς ό,τι έχουμε δεν το εκτιμούμε, αλλά κι ο εγκλεισμός μας περιορίζει στα “κοντινά”, είπα ν΄αφήσω γι αργότερα όλα τα επόμενα ταξίδια σε βόρειο και νότιο Αιγαίο, σε αόρη και πεδινά, να προσπεράσω φωτογραφίες, γέλια, δάκρυα, δυνατές αγάπες, από αυτές που όταν νιώσεις μια φορά ψάχνεις σε κάθε επόμενο ταξίδι σου να ξανανιώσεις με την ίδια ένταση, και να ξεκινήσω με τη… γειτονιά μου!
Κατέβηκα λοιπόν τα λιγοστά σκαλιά απ’ το “κουκούλι” μου και σε πενήντα μέτρα απόσταση βρέθηκα στο “Άγιον Όρος” της… Αττικής.

Ασκηταριό, μια ξεχασμένη πολιτεία…
Στο ύψωμα αυτό είχε αναπτυχθεί ένας οικισμός από ασκητές ο οποίος, λόγω και της μορφολογίας της περιοχής, που θύμιζε στην όψη την χερσόνησο του Άθω, το γνωστό σε όλους μας Άγιον Όρος.
Και αυτοί οι προϊστορικοί κάτοικοι τότε, το 3.000 π.Χ., ζούσαν με μόνη συντροφιά το μπλε του ουρανού και της θάλασσας, αυτά τα δυο είναι άλλωστε απαραίτητα για να απεμπλακείς από καταστάσεις που σε κρατούν “δέσμιο” να νιώσεις λίγο ελεύθερος, όλοι μας το έχουμε νιώσει αυτό – έτσι κι εκείνοι οι πρώτοι εποικιστές, φαντάζομαι.
Άλλωστε, ο λεύτερος άνθρωπος δεν συλλογιέται ποτέ το θάνατο.
Όμως, το όνομα του το πήρε πολύ αργότερα.
Ένας καλόγερος από τη Μονή Πεντέλης περνούσε πολύ μεγάλο διάστημα σε μια σπηλιά που σχηματίζεται στις κάτω πλευρές του οικισμού, γι’ αυτό και το ακρωτήρι ονομάστηκε Καλόγερος ή Καλογεράς.
Η θέα από το εύκολης πρόσβασης μονοπάτι είναι επιβλητική: Νότιος Ευβοϊκός, ο Όρμος του ιστορικού Μαραθώνα, οι κορφές της Πεντέλης και προπαντός, στο βάθος, εκεί που “χάνεται η σκέψη”, η μυστηριώδης Όχη, το μεγάλο βουνό της νότιας Εύβοιας, με τα απάτητα Δρακόσπιτα και σημαντικότατο καταφύγιο για τα σπάνια πουλιά της.
Το 1955 ο αρχαιολόγος Δημήτριος Θεοχάρης με την ομάδα του έφερε στο φώς λείψανα συνοικισμού και Ακρόπολης πρώιμης περιόδου της Εποχής του Χαλκού- Πρωτοελλαδική (2800-1900 π.Χ.). Οι ανασκαφές έδωσαν την εικόνα ζωής οχυρωμένου συνοικισμού.
Κεραμικά και χάλκινα αντικείμενα από τον οικισμό της 3ης χιλιετίας π.Χ. βρίσκονται πλέον στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Και εκεί που οι Άνθρωποι έβλεπαν το Θεό, τι τον έκαναν ;
Ρώτησα και εγώ τον κύριο Κώστα, κάτοικο πάνω από μισό αιώνα της περιοχής και σχεδόν καθημερινό περιπατητή, θα τον συναντήσετε σίγουρα με το κόκκινο καπελάκι του να τριγυρνάει στα χαλάσματα και ν’ αγναντεύει το πέλαγο.
Τι τον έκαναν;
Τον παράτησαν!
Τι να τον κάνουν πια;
Και ξεμάκρυνε χαμογελώντας.
Τινάχτηκα, τι εννοούσε;
Κοίταξα τριγύρω μου…
Σε όλη την αρχαία Ακρόπολη διάσπαρτα πολυβολεία, θέσεις μάχης, σκοπιές και φυλάκια στρατιωτών.
Λόγω του υψώματος και της εποπτικής θέας, Γερμανοί την περίοδο 1941-1944 κατασκεύασαν πρόχειρο στρατώνα επιτάσσοντας τον τοπικό πληθυσμό στην προσπάθεια τους να απωθήσουν την προσέγγιση βρετανικών υποβρυχίων στην περιοχή. Ογδόντα χρόνια πριν, πρόσφατης ματωμένης ιστορίας.
Όπως πάντα, όπου πατά ποδάρι Θεού άλλωστε.
Το τίποτα γίνεται… κάπου μαγικά.
Στις μεγάλες μου πίκρες αλλά και στις μεγάλες μου χαρές, αναγκάζω τον εαυτό μου να καμωθεί τον αδιάφορο. Και τώρα ήταν η σειρά της δεύτερης.
Με σβέλτες κινήσεις ανέβηκα και κατέβηκα στο “κουκούλι”, με χαρά εφήμερου ανθρώπου αλλά με πείσμα μοναχού, ότι θα τους εντυπωσιάσω.
Σε μεγάλο εκδρομικό γκαζάκι στήθηκε το μαυροτσούκαλο για την Αγιορείτικη ψαρόσουπα.
Μια πρωινή στείρα, καρότα, πατάτες και μια δρασκελιά σέλινο.
Πιπέρι σε κόκκους, αλάτι από το τελευταίο μου ταξίδι στη Γαύδο, 2-3 υλικά δηλαδή και ένα μυστικό….
Πολύ δυνατή φωτιά, να είναι σούρουπο και η ψαρόσουπα λαχταριστή σε μερικά λεπτά.
Ο ήλιος βασίλεψε, τα νερά κοκκίνισαν σαν το κρασί, τα καράβια έφυγαν, το άστρο της Αφροδίτης ανέβηκε πάνω στα κατάρτια, τα στήθια των ανθρώπων αλάφρωσαν.
Και δεν ήξερα προς τα πού να στρέψω τα μάτια μου, προς τη Μέκκα ή την Ιερουσαλήμ, την Κωνσταντινούπολη ή τη Ρώμη -στο Άγιον Όρος ήμουν- τα έστρεψα προς τη θάλασσα.
Ένα τραγούδι είναι όλη αυτή η διακόσμηση, μονότονο, ερωτικό, με το ίδιο πάντα “τσάκισμα”, σαν νανούρισμα, προαιώνια γνώριμο, τούτο θα άκουγαν και στην Κατοχή οι στρατιώτες, ο μοναχός από τη Μονή Πεντέλης, οι ασκητάρηδες των Πρωτοελλαδικών χρόνων. Ψυχανέμισμα της ψυχής μας.
Η βουή της θάλασσας…
Παραλία Μαρίκες
Ραφήνα
Κείμενα Φωτογραφίες Παναγιώτης Μουτσάκης