Σαμαρίνα το υψηλότερο βλαχοχώρι της Πίνδου

Σαμαρίνα το βλαχοχώρι της Πίνδου
​Κτηνοτρόφοι, άνθρωποι περήφανοι και τολμηροί, είναι αυτοί που πρωτοσκαρφάλωσαν στην Σαμαρίνα το ψηλότερο βλαχοχώρι της Πίνδου, στον αγέρωχο Σμόλικα, σε υψόμετρο 1650 μέτρων ανάμεσα από πυκνά δάση πεύκου, οξιάς, πυξαριού και ρόμπολου.

Πήγα και είδα, και τα μάτια μου γέμισαν…
Είδα γελάδια και πρόβατα και αστέρια, όλα φιλιωμένα μεταξύ τους.
Μίλησα με ανθρώπους, Έλληνες, Βλάχοι μου είπαν, με ασπριδερό δέρμα, έντονα χρωματιστά μάτια, και Αγίους ζωγραφισμένους στην Μεγάλη Παναγία, -το ναό του χωριού τους- βγαλμένους, λες, από πίνακα του Μοντιλιάνι.
Πέρασαν 90 μέρες από τότε που γύρισα από το ψηλότερο χωριό όλων των Βαλκανίων.
Αυτή είναι η Santa Marina ή αλλιώς η Σαμαρίνα που αγάπησα..

​Μεταναστεύοντας το χειμώνα στους κάμπους της Λάρισας και επιστρέφοντας το καλοκαίρι, με βασική ασχολία τη βοσκική, αυτοί οι ζουρλοπερήφανοι νομάδες, διακρίνονταν πάντα για την τόλμη τους, την ευστροφία τους, την απλόχερη γενναιοδωρία τους. Γιατί αν «οι Βλάχοι» στάθηκαν διαχρονικά οι μεγαλύτεροι ευεργέτες στην ιστορία της πατρίδας μας, δεν υστέρησαν ποτέ  στη συμμετοχή τους στους αγώνες του Έθνους, αναδεικνύοντας λαμπρές φυσιογνωμίες.

​Το πολυτραγουδισμένο «Παιδιά της Σαμαρίνας» παλαιότερα ήταν μοιρολόι και τραγουδιέται ακόμη ως μοιρολόι. Έγινε χορευτικό χρόνια αργότερα. Αναφέρεται σε εκατόν είκοσι παλικάρια, από τη Σαμαρίνα και τα γύρω χωριά, που με επικεφαλής τον Μίχο Φλώρο, έτρεξαν προς υπεράσπιση του Μεσολογγίου το 1826. Κατά την έξοδο, ήσαν εμπροσθοφυλακή των πολιορκημένων με αποτέλεσμα να έχουν τα περισσότερα θύματα απ’ τα πυρά των Οθωμανών. Έπεσαν στο πεδίο της μάχης ογδόντα εφτά παλικάρια και μαζί τους ο καπετάνιος. Επέστρεψαν στη Σαμαρίνα μόνο τριάντα τρεις.
​Σε αυτούς τους ήρωες αναφέρεται το τραγούδι…

εσείς μωρέ παιδιά κλεφτόπουλα
παιδιά της Σαμαρίνας μωρέ παιδιά καημένα
παιδιά απ’τη Σαμαρίνα γιατί είστε λερωμένα
κι αν πάτε πάνω μωρέ στα Γράβα
αν πάτε πάνω μωρέ στα Γράβα
κατά τη Σαμαρίνα μωρέ παιδιά καημένα
κατά τη Σαμαρίνα κι ας είστε λερωμένα
Αν σας ρωτήσει μωρέ η μάνα μού
κι αν σας ρωτήσει η δόλια η μάνα μου
μην πείτε πως λαβώθηκα μωρέ παιδιά καημένα
μην πείτε πως λαβώθηκα κι ας είστε λερωμένα

Και με το τραγούδι αυτό, γλυκός υπόκωφος ήχος του νου, έφτασα στα περίχωρα του χωριού, ή μάλλον έφτασα στη μεγαλοπρέπεια της μοναξιάς.
​Οι περισσότεροι άνθρωποι ονειρεύονται τις πόλεις και την φαντασμαγορία τους με λογιστικούς κανόνες, που το αποτέλεσμα τους καθιστά απόλυτα μοναχικούς και δυστυχισμένους. Εδώ μια χούφτα ανθρώπων το χειμώνα, έχουν χτίσει τον κόσμο, το δικό τους κόσμο. Την δική τους καθημερινότητα και καταφέρνουν και ατενίζουν τη ζωή έχοντας εξηγήσει τον εαυτό τους.
Κι αν τους δινόταν μια ευκαιρία να αλλάξουν τον κόσμο αυτό θα τον άλλαζαν με ένα εισιτήριο -και πάλι- για τη Σαμαρίνα.

Στο χωριό

«Το 1969 είχαμε εκατόν ογδόντα παιδιά στο Δημοτικό σχολείο, σαν τα χελιδόνια ήτονε». Σήμερα κανένα, μου φανέρωσε συγκινημένος, μέσα από μια αδύνατη φιγούρα, η ψυχή του Σωτήρη Χώτου. Ο ξενοδόχος και εστιάτορας, δεύτερης γενιάς που με πήρε απ’ το χέρι και μου εξηγούσε τα δρώμενα της περιοχής. Στο βάθος, ζαχαροζυμωμένη, η σύζυγός του, Αγορίτσα Χώτου! Καθάριζε τα φασολάκια της, σε μια μικρή λεκανίδα, και επέβλεπε τον γιο του «Μπαρμπαμιχάλη». Ένα όνομα που φέρει το οικογενειακό τους στέκι από το 1953! Σε συνέχεια και ο γιος τους, ο Μιχάλης ο νεότερος. Χαμογελαστός, πρόθυμος, μας έφερε τα βρισκούμενα. Μια απλή καθημερινή μέρα: μανιτάρι τουρσί, βολίτες και τυρί που φτιάχνουν μόνοι τους. Το «Νεβατό» ή ανεβατό ένα γαλοτύρι σπάνιας νικηφόρας νοστιμιάς. Ακολούθησε χοιρινό ελευθέρας βοσκής, κοντοσούβλι και ζαρκάδι με χυλόπιτες. Ευχάριστη έκπληξη, η κάβα του εστιατορίου με δεκάδες εμφιαλωμένες επιλογές. Κυρίαρχο το μοσχάτο, και ετικέτες κυρίως απ’ τον θεσσαλικό και μακεδονικό αμπελώνα.
Ήπιαμε κρασί, χυθήκαμε στην όρεξη, κινήσαμε στην κουβέντα.

Picture
Picture

​Τούτες είναι οι στιγμές που ακούς, που παίρνεις γνώση, παίρνεις σοφία. Μα όχι απ’ αυτήν που κυριολεκτικά ονομάζουμε σοφία -της νοημοσύνης- αλλά από μια άλλη σοφία που εγώ θα την ονόμαζα της ευαισθησίας. Η σοφία της ευαισθησίας δεν έχει να κάνει με την εμπειρία της ζωής. Βασικά η εμπειρία της ζωής δεν μας διδάσκει τίποτα, όπως και η ιστορία δεν μας μαθαίνει τίποτα. Η αληθινή εμπειρία συνίσταται στη σύσφιξη της επαφής με την πραγματικότητα και στην εμβάθυνση της ανάλυσης αυτής της επαφής. Έτσι η ευαισθησία διευρύνεται και βαθαίνει. Γιατί μέσα μας υπάρχουν όλα τα πράγματα, αρκεί να τα αναζητούμε και να ξέρουμε να τα αναζητούμε. Και εδώ, στο ψηλότερο χωριό της πατρίδας μας, το ψηλότερο των Βαλκανίων, αυτή η αναζήτηση της ευαισθησίας πάτησε την κορυφή…

Εμπειρία μοναδική αντίστοιχη με εκείνη στην Σαρία στην Κάρπαθο μια άλλη αχαρτογράφητη περιοχή.

Φάγαμε και περάσαμε υπέροχα στην οικογενειακή ταβέρνα του Μπαρμαμιχάλη και μείναμε στην πανσιόν τους τον Χώτο !
 
 
Εστιατόριο – ξενοδοχείο Χώτος   
​Σαμαρίνα Γρεβενών
Τηλ. 24620 95 231
Ανοικτά όλο το Χρόνο

Κείμενα φωτογραφίες Παναγιώτης Μουτσάκης

Σχετικές δημοσιεύσεις